- ἀνεπίφραστος
- ἀν-επί-φραστος, unbemerkt, unvermutet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπίφραστος — ἀνεπίφραστος, ον (Α) 1. απαρατήρητος 2. απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek
κἀνεπίφραστοι — ἀνεπίφραστοι , ἀνεπίφραστος unthought of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)